Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

έχω γλυκό

  • 1 αίμα

    (γεν. αίματος) τό
    1) кровь;

    αρτηριακό (φλεβικό) αίμα мед. — артериальная (венозная) кровь;

    μετάγγιση αίματος переливание крови;

    σκοτωμένο αίμα — кровоподтёк;

    μόλυνση τού αίματος заражение крови;
    κυκλοφορία τού αίματος кровообращение; πίεση τού αίματος кровяное давление;

    χύνω το αίμα μου υπέρ... — проливать кровь за...;

    μέχρι τελευταίας ρανίδας τού αίματος до последней капли крови;
    2) родная кровь; кровное родство;

    είναι αίμα μου — это моя плоть и кровь;

    συγγένεια εξ αίματος — или συγγένεια απ· το ίδιο αίμα — кровное родство;

    δεσμοί αίματος узы крови;

    § φτύνω αίμα — а) харкать кровью; — б) перен. изойти кровью (добиваясь чего-л.); — потом

    и кровью добиться (чего-л.);

    παίρνω αίμα — пускать кровь;

    παίρνω το αίμα πίσω — мстить кровью; — кровь за кровь;

    μπαίνω στα αίματα загораться (чём-л.);

    έχω γλυκό αίμα — быть симпатичным, привлекательным;

    ανάψανεта αίματα μου — или μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — кровь бросилась мне в голову;

    τό αίμα νερό δεν γίνεται — кровь не водица;

    μου κόβεται το αίμα μου ≈ — кровь стынет в жилах;

    μούκοψες το αίμα — ты здорово испугал меня;

    βράζει το αίμα μου — быть полным сил и энергии; — кровь кипит, бурлит;

    μου πίνουν το αίμα — они пьют мою кровь;

    με τρώει το αίμα μου — предчувствовать плохое;

    τι σε τρώει το αίμα σου; — что, тебе жизнь надоела?;

    τώχει (σ)τό αίμα του — это у него в крови;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίμα

  • 2 στόμα

    τό
    1) рот; уста (поэт. уст.); 2) пасть; зев; 3) рот, едок;

    έχει να θρέψει δέκα στόματα — у него на иждивении десять ртов;

    4) отверстие;
    вход, выход, устье (реки; тж. шахты и т. п.);

    στόμα πηγαδιού — отверстие колодца;

    στόμα λιμένος — вход в порт;

    στόμα πόταμου — устье реки;

    στόμα έλκους (τραύματος) — края язвы (раны);

    5) остриё (ножа);
    6) воен. дуло; жерло;

    στόμα πυροβόλου — жерло орудия;

    7) бот. устьица;

    § αισχρό ( — или απύλωτο, άσχημο) στόμα — сквернослов;

    γλυκό στόμα — сладкоречивый человек;

    του βουλώνω ( — или κλείνω) το στόμα прям., перен. — зажимать, затыкать кому-л. рот;

    ανοίγω το στόμα — открывать рот;

    решиться говорить;

    λέει ό, τι τοδρχεται στο στόμα — он говорит, что попало, что придёт ему в голову;

    δεν βάζω στο στόμα μου — не брать в рот чего-л.;

    από στόμα σε στόμα — из уст в уста;

    τον εχουν στο στόμα — быть у всех на устах;

    στέκομαι ( — или στέκω) μ' ανοιχτό το στόμα — стоять разинув рот;

    δεν τολμώ ν' ανοίξω το στόμα μου — не сметь рта раскрыть;

    έχω ένα στόμα — а) обладать даром речи; — б) быть сквернословом;

    βάζω κάποιον στο στόμα μου — говорить о ком-л. с осуждением, зло;

    злословить на чеи-л. счёт;

    βγάζω τινά από το στόμα μου — перестать злословить о ком-л.;

    μπαίτω στο στόμα κάποιου попасть кому-л. на язычок, стать объектом чьего-л. злословия;
    βγαίνω από το στόμα τινός перестать быть объектом злословия;

    μ' ενα στόμα — единогласно;

    απ' το στόμα μου το πήρες — предвосхитить чьй-л. слова;

    από το στόμα σου και στού θεού τ' αυτί — твоими устами да мед пить;

    τα λέμε στόμα με στόμα — говорить конфиденциально, доверительно (с кем-л.);

    την έχω τη λέξη στο στόμα μου — это слово вертится у меня на языке;

    από στόματος — наизусть;

    εν ενί στόματι — единодушно, единогласно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στόμα

  • 3 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

См. также в других словарях:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • πετυχαίνω — Ν 1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τόν πέτυχα στο πόδι») 2. εννοώ ή μαντεύω («τό πέτυχες, αυτός ήταν») 3. συναντώ τυχαία κάποιον («τόν πέτυχα στη στάση») 4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε» 5. (για εξετάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • γλυκίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: γλυκίζω : δεν πρέπει να συγχέεται η έννοια με του γλυκαίνω. Το γλυκίζω σημαίνει → έχω γεύση προς το γλυκό …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πικρίζω — πίκρισα, πικρισμένος, αμτβ., είμαι πικρός, έχω γεύση πικρή: Το γλυκό πικρίζει λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υστερώ — υστέρησα, υστερημένος 1. αμτβ., μένω ύστερος, μένω πίσω, καθυστερώ, αργοπορώ. 2. μτφ., είμαι ύστερος, κατώτερος κάποιου, υπολείπομαι, μειονεκτώ: Υστερεί απ τη φίλη της. 3. μτφ., δεν επαρκώ σε κάτι, είμαι ανεπαρκής για κάτι, είμαι ελαττωματικός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»